- εμπνοια
- ἔμπνοιαἔμ-πνοιαἥ досл. дыхание, дуновение, перен. вдохновение, внушение
(δαιμόνιος Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δαιμόνιος Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐμπνοίᾳ — ἐμπνοίᾱͅ , ἔμπνοια inbreathing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπνοια — ἔμπνοια, η (Α) 1. θεία έμπνευση 2. αναπνοή … Dictionary of Greek
ἔμπνοια — inbreathing fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνοίας — ἐμπνοίᾱς , ἔμπνοια inbreathing fem acc pl ἐμπνοίᾱς , ἔμπνοια inbreathing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνοίαις — ἔμπνοια inbreathing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)